Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας

___________________________________
ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ

Στην παραλία αντί για άμμο
υπάρχει μικρό, λευκό βότσαλο.
Πονάει να περπατήσεις πάνω του με γυμνά πόδια
και να ξαπλώσεις χωρίς πετσέτα.

Τον παρατηρώ που μόλις βγήκε
από τη θάλασσα και ξάπλωσε δίπλα μου.
Λέει αστεία, είναι ευδιάθετος
και οι άλλοι ανταποκρίνονται.

Μέσα στη γενική ευθυμία
λίγο αργώ ν’ αντιληφθώ πως σέρνεται,
αναδιπλώνεται και ξαναπέφτει πότε πλάγια
και πότε ανάσκελα.
Μ’ αναζητάει, μετατοπίζεται
και κάνει κύκλους γύρω μου,
πάνω στα σκληρά βότσαλα,
χωρίς να νοιάζεται αν τρυπιέται και πονάει.
Γέμισε σημάδια να τ’ ανακατεύει,
να χώνεται βαθιά τους.
Κάποτε κάνει πως μπερδεύεται,
στηριγμένος στην πλάτη σηκώνει τα πόδια στον αέρα
και με δεξιοτεχνία τα φέρνει δίπλα στα δικά μου.
Μόλις αγγιζόμαστε στ’ ακροδάχτυλα.
Μου αρκεί που σε μία ελάχιστη επιφάνεια μ’ αγγίζει:
μέσα απ’ αυτήν δίνομαι και αποδέχομαι.
Αμοιβαία μέσα από τα ακροδάχτυλα επικοινωνούμε.
_______________________

___________________________________

ΣΤΟ ΣΕΪΧ-ΣΟΥ, 1968

Άστραφταν από νιάτα, κι ένα πρωί
στις αρχές μόλις της γνωριμίας τους
ανηφόρησαν στο Σέιχ-Σου.
Μπήκαν σ’ ένα ξέφωτο, και χωρίς καν να τη ζεστάνει
με τα απαραίτητα προκαταρκτικά χάδια,
την πρόσταξε να βγάλει τα ρούχα της
για να τη δει πρώτη φορά γυμνή στο φως της μέρας.
Παρά τη θέλησή της
-έτσι κι αλλιώς η προσταγή την πάγωσε-
προσπάθησε να την ξεγυμνώσει ο ίδιος με το ζόρι.
Εντελώς απρόσμενα το φέρσιμό του απότομο,
η αλαζονεία του ένα κράμα κυνισμού
και απροκάλυπτης ωμότητας.
Του έκοψε τη φόρα έστω κι ένα ρούχο να της βγάλει,
αν κάτι από το βάθος του είναι της απεχθανόταν
ήταν η τραχύτητα από σκληρά, άτεγκτα αντράκια.

Σταμάτησε κάθε σχέση μαζί του μια κι έξω.